- καρυδόφλουδα
- η1. ο εξωτερικός πράσινος φλοιός τών νωπών καρυδιών2. ο ξυλώδης φλοιός τού καρυδιού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καρυδόφλουδα — η η εξωτερική πράσινη φλούδα των νωπών καρυδιών: Θα σε μαυρίσει η καρυδόφλουδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)